πλουραλιστής

πλουραλιστής
ο, θηλ. πλουραλίστρια, Ν
οπαδός τού πλουραλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pluralist (βλ. πλουραλισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλουραλισμός ή πολυαρχία — (pluralismus). Η φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η πραγματικότητα αποτελείται όχι από μια, αλλά από πολλές αυτοτελείς ουσίες, που μπορούν να θεωρηθούν ως ανώτατες αρχές ή ρίζες των όντων. Ο όρος επινοήθηκε από το Γερμανό φιλόσοφο Κρίστιαν Βολφ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”